- ἄσπροι
- ἄσπροςaspermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Белые хорваты — или великие хорваты, по гречески Βελοχρωβάτοι или άσπροι χρωβάτοι, по Константину Багрянородному ( De administrando imperio XXXI ) славянское племя, которое первоначально жило в Белой или Великой Хорвации и оттуда перешло в нынешнюю Хорвацию. По… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Белые сербы — (по Константину Багрянородному: άσπροι σερβλοι) жители Белой Сербии, которые в VII столетии вместе с белыми хорватами переселились на юг, в нынешнюю Сербию. Шафарик Белой Сербией считает теперешнюю Великую Польшу и Серболужицкую страну. Рачки… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
μαυρίλα — η [μαύρος] 1. η ιδιότητα τού μαύρου, μαυράδα, μελανότητα («άσπροι καταρράχτες γενειάδων απάνω στη μαυρίλα τών ράσων», Παπαντ.) 2. μτφ. μεγάλο πένθος, μεγάλη συμφορά 3. συνεκδ. πολυάριθμη στρατιά εχθρού, όπως φαίνεται από μακριά όταν επέρχεται με… … Dictionary of Greek
πυραμός — Ο ήρωας μύθου της Βαβυλώνας, που διηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του: Δυο ερωτευμένοι, που οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν, αντάλλαζαν τους ερωτικούς όρκους τους από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια … Dictionary of Greek
σκάκι — Το παιχνίδι για δύο άτομα, με πεσσούς, (πιόνια), οι οποίοι καθώς μετακινούνται από τους παίχτες, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, δίνουν τη σχηματική διεξαγωγή μιας μάχης. Κατάγεται πιθανότατα από την Ινδία (η λέξη προέρχεται από το περσικό σαχ,… … Dictionary of Greek
άσπρος — η, ο 1. λευκός: Στην πόλη αυτή της Αφρικής οι άσπροι είναι λίγοι, η μεγάλη πλειονότητα είναι μαύροι. 2. το ουδ. στον πληθ., άσπρα τα λευκά ρούχα: Ήταν όλες ντυμένες στ άσπρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)